European Economic
and Social Committee
Όχι στην εκμετάλλευση των ασκούμενων!
της Nicoletta Merlo
Οι περίοδοι πρακτικής άσκησης αποτελούν ένα στάδιο προσανατολισμού και κατάρτισης των νέων με σκοπό την εξοικείωσή τους με τον κόσμο της εργασίας. Έχουν αναπτυχθεί σημαντικά σε ολόκληρη την Ευρώπη, μεταξύ άλλων χάρη στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Εγγυήσεις για τη νεολαία». Η σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με ένα ποιοτικό πλαίσιο για τις περιόδους πρακτικής άσκησης από το 2014 παρείχε πολύτιμες κατευθυντήριες γραμμές στα κράτη μέλη για τη χρήση αυτού του μέσου.
Δυστυχώς, με την πάροδο του χρόνου, υπήρξαν καταχρήσεις και στρεβλώσεις στον τρόπο διενέργειας των περιόδων πρακτικής άσκησης, με αύξηση των κρουσμάτων εκμετάλλευσης νέων ασκούμενων που χρησιμοποιούνται ως φθηνό εργατικό δυναμικό για να αντικαθιστούν εργαζομένους, χωρίς πρόσβαση σε επαρκείς διασφαλίσεις και κοινωνική προστασία.
Για τον λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ επικροτεί την επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να βελτιώσει το πλαίσιο ποιότητας για την πρακτική άσκηση σε ολόκληρη την Ευρώπη, ιδίως όσον αφορά την ενίσχυση του μαθησιακού και εκπαιδευτικού περιεχομένου της, και να καταπολεμήσει την κατάχρηση και την εσφαλμένη χρήση της πρακτικής άσκησης.
Ωστόσο, οι δύο προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής —οι οποίες περιλαμβάνουν μια επικαιροποιημένη σύσταση του Συμβουλίου και μια οδηγία— αφορούν ορισμένα μόνο από τα ζητήματα και περιέχουν ορισμένες προβληματικές πτυχές όπως οι εξής:
- αναφέρονται αδιακρίτως σε όλες τις μορφές πρακτικής άσκησης, χωρίς να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των διαφόρων τύπων πρακτικής άσκησης και των σκοπών τους ή οι διαφορετικοί τρόποι εφαρμογής τους στα κράτη μέλη,
- δεν προβλέπονται τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησης της πρακτικής άσκησης εκ των προτέρων, ούτε θεσπίζονται δεσμευτικοί κανόνες για τη βελτίωση των προτύπων ποιότητας και
- επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής της πρότασης οδηγίας περιορίζεται μόνο στους ασκούμενους που θεωρούνται εργαζόμενοι ή τελούν σε σχέση εργασίας. Αυτό ισχύει σε λιγότερο από τα μισά κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, περιορίζει το φάσμα των δικαιούχων ή ενέχει τον κίνδυνο να μην επιτευχθούν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Κατ’ εμέ, για να βελτιωθεί η ποιότητα της πρακτικής άσκησης, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να καθοριστούν ελάχιστα κριτήρια ποιότητας σε κάθε είδος πρακτικής άσκησης και να περιοριστεί έτσι η χρήση τους εξ αρχής. Με τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να παρέχονται βασικές διασφαλίσεις και να δίνεται έμφαση στην κατάρτιση, καθώς και στον καθορισμό δεσμεύσεων για την καταπολέμηση όλων των περιπτώσεων κατάχρησης με κατάλληλα μέτρα, μεταξύ άλλων με την ενίσχυση του συστήματος επιθεώρησης.
Επιπλέον, για να καταστεί η εμπειρία της πρακτικής άσκησης δυνατή για όλους —μολονότι δεν μπορούμε να μιλάμε εν γένει για μισθούς, δεδομένου ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ασκούμενοι δεν θεωρούνται εργαζόμενοι και η πρακτική άσκηση θεωρείται ως επί το πλείστον ότι δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της απασχόλησης—, θα ήταν σημαντικό να τεθεί τέρμα στις μη αμειβόμενες περιόδους πρακτικής άσκησης με την υποχρεωτική καταβολή επιδόματος, το οποίο όχι μόνο θα παραμετροποιείται με βάση τα καθήκοντα και τις ευθύνες που συνεπάγεται η πρακτική άσκηση, αλλά θα συνυπολογίζονται σε αυτό τυχόν έξοδα με τα οποία επιβαρύνονται οι ασκούμενοι για να μπορούν να συμμετέχουν στην πρακτική άσκηση.
Τέλος, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι κοινωνικοί εταίροι στην εφαρμογή των κανόνων σε εθνικό επίπεδο, καθώς και στην παρακολούθηση και τον έλεγχο της χρήσης αυτού του μέσου.