Του Alberto-Horst Neidhardt

Ένα μήνα μετά την πτώση του βάναυσου καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, η επίσημη απάντηση της ΕΕ εξακολουθεί να περιορίζεται ουσιαστικά στην ανακοίνωση χορήγησης συνδρομής για την ανάπτυξη και την οικονομική σταθεροποίηση. Παραμένει ασαφές αν και πότε θα αρθούν οι κυρώσεις κατά της Συρίας. Η ευρωπαϊκή στήριξη θα εξαρτηθεί από την προστασία των μειονοτήτων και άλλες εγγυήσεις, οι προοπτικές των οποίων παραμένουν αβέβαιες. Η σύνθετη δυναμική της Συρίας όσον αφορά το πολιτικό τοπίο, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική βοήθεια υποδεικνύει ότι η εδραίωση της δημοκρατίας θα είναι μια μακρά διαδικασία γεμάτη προκλήσεις. Σε αυτήν θα δοκιμαστεί η ικανότητα της ΕΕ να εκφράζεται με μία φωνή και να ενεργεί από κοινού για το μέλλον της χώρας. Αντ’ αυτού, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες δεν διστάζουν να υπογραμμίσουν με έμφαση μια άμεση κοινή προτεραιότητα: την επιστροφή των εκτοπισμένων Σύριων. Τον Δεκέμβριο, λίγες μόλις ημέρες μετά την εκδίωξη του καθεστώτος Άσαντ από τη Δαμασκό, η Αυστρία —όπου ο ηγέτης του ακροδεξιού Κόμματος Ελευθερίας (FPÖ) της Αυστρίας Herbert Kickl έλαβε εντολή να σχηματίσει νέα κυβέρνηση— ανακοίνωσε ένα «δώρο επιστροφής» και ένα πρόγραμμα απέλασης για τους εκτοπισμένους με ποινικό μητρώο. Στις Κάτω Χώρες, η κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον δεξιό εθνικιστή Geert Wilders σχεδιάζει να προσδιορίσει ασφαλείς περιοχές για επιστροφές. Η Γερμανία ανακοίνωσε επίσης ότι η προστασία που παρέχεται στους Σύριους «θα επανεξεταστεί και θα ανακληθεί» εάν σταθεροποιηθεί η κατάσταση στη χώρα. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν προβεί σε παρόμοιες δηλώσεις ή παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την κατάσταση. Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και η απόφαση για την άρση των κυρώσεων μπορεί να καθοδηγείται από τον στόχο της εφαρμογής των επιστροφών και όχι από την αλλαγή απόψεων σχετικά με τη νέα ηγεσία της Συρίας.

Με την υποστήριξη ακροδεξιών και αντιμεταναστευτικών κομμάτων να αυξάνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη —και τις επικείμενες γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές—, το όραμα των κρατών μελών για τη Συρία κινδυνεύει να υπαγορευθεί από εγχώριες προτεραιότητες και κοντόφθαλμους εκλογικούς υπολογισμούς. Μεταξύ του 2015 και του 2024, πάνω από ένα εκατομμύριο Σύριοι έλαβαν προστασία από τα κράτη μέλη της ΕΕ, η πλειοψηφία εξ αυτών στη Γερμανία. Η παρουσία τους έχει αναδειχθεί σε αμφιλεγόμενο πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα. Εν μέσω των ευρέως δημοσιοποιημένων συμβάντων ασφάλειας, του υψηλού πληθωρισμού και του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους, το δημόσιο αίσθημα σε πολλές χώρες υποδοχής προσφύγων έχει καταστεί λιγότερο φιλόξενο. Αυτή η αλλαγή αντίληψης έχει καταστήσει τη ρητορική και την πολιτική μίσους ένα αποδεκτό πλέον φαινόμενο. Παρά τις εκκλήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες για την υιοθέτηση μιας προσεκτικής προσέγγισης όσον αφορά τις επιστροφές, η τρέχουσα δυναμική θα μπορούσε να ωθήσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να τις επιταχύνουν, ακόμη και μονομερώς.

Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ τον Δεκέμβριο, περισσότεροι από 125 000 πρόσφυγες έχουν ήδη επιστρέψει στη Συρία, κυρίως από γειτονικές χώρες. Ωστόσο, οι προοπτικές τους είναι δυσοίωνες. Ακόμη και πριν από τα πρόσφατα γεγονότα, πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού της Συρίας αντιμετώπιζε επισιτιστική ανασφάλεια, με τρία εκατομμύρια Σύριων να υποφέρουν από ακραία πείνα. Καθώς πολλά σπίτια καταστράφηκαν λόγω του πολέμου, οι εγκαταστάσεις φιλοξενίας αγγίζουν ήδη την απόλυτη πληρότητα. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, απαιτούνται σχεδόν 300 εκατ. ευρώ για όσους επιστρέφουν, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες στέγασης, τροφής και νερού. Ενώ η ΕΕ και τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν συντονισμένες προσεγγίσεις για τη διευκόλυνση του ασφαλούς και εθελοντικού επαναπατρισμού των Σύριων σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, η άμεση προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των ανθρωπιστικών αναγκών της χώρας στο πλαίσιο αυτό. Η άσκηση πιέσεων στους πρόσφυγες να επιστρέψουν γρήγορα σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο και ασταθή χώρα θα μπορούσε ουσιαστικά να προκαλέσει οπισθοδρόμηση, περιορίζοντας περαιτέρω την πρόσβαση σε τρόφιμα, ενέργεια και στέγη. Οι μαζικές επιστροφές θα μπορούσαν επίσης να διαταράξουν τον εθνοτικό και κοινωνικοοικονομικό ιστό των ήδη ευάλωτων περιοχών. Μια ισορροπημένη και βιώσιμη προσέγγιση δικαιολογείται περαιτέρω από τη δυνητική συμβολή της συριακής διασποράς στις προσπάθειες ανασυγκρότησης. Η χώρα θα χρειαστεί μηχανικούς, γιατρούς, διοικητικούς υπαλλήλους, εκπαιδευτικούς και χειρωνακτικούς εργαζομένους με διάφορα επίπεδα δεξιοτήτων. Οι Σύριοι έχουν αποκτήσει πολύτιμες δεξιότητες και εμπειρία στην Ευρώπη σε όλους τους σχετικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, του κατασκευαστικού κλάδου και της υγειονομικής περίθαλψης, αλλά η εύρεση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού δεν θα είναι εύκολη. Η μόνιμη επιστροφή δεν θα αποτελούσε επίσης προϋπόθεση για τη συμβολή στην ανασυγκρότηση: τα εμβάσματα από την Ευρώπη θα μπορούσαν να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη μείωση της φτώχειας και στη βιώσιμη ανάπτυξη. Μέσω της ενεργού συμμετοχής της διασποράς, οι Σύριοι που είναι εγκατεστημένοι στην Ευρώπη θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην ενίσχυση των διπλωματικών και των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ της ΕΕ και της Συρίας μετά τον Άσαντ.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη ενδέχεται να δυσκολευτούν να υιοθετήσουν μια ισορροπημένη προσέγγιση και να μην επιδιώξουν ένα συντονισμένο θεματολόγιο. Ορισμένες χώρες ενδέχεται να δώσουν προτεραιότητα στη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και την ανασυγκρότηση της Συρίας, επιτρέποντας τις αυθόρμητες επιστροφές. Άλλες χώρες ενδέχεται να επισπεύσουν να προσφέρουν οικονομικά κίνητρα για οικειοθελή επαναπατρισμό ή ακόμη και να επανεξετάσουν συστηματικά το καθεστώς των Σύριων μόλις βελτιωθεί, έστω και ελαφρά, η ανθρωπιστική κατάσταση. Ωστόσο, η εφαρμογή μιας συστηματικής επανεξέτασης του καθεστώτος πρόσφυγα συνεπάγεται σημαντικά νομικά εμπόδια και θα επιφέρει σημαντικές οικονομικές και διοικητικές δαπάνες. Εν τω μεταξύ, στα τυχόν κίνητρα για επιστροφή θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι περισσότεροι εκτοπισμένοι Σύριοι έχουν πλέον εγκατασταθεί στην Ευρώπη, με περισσότερους από 300 000 να έχουν αποκτήσει την ιθαγένεια της ΕΕ. Ταυτόχρονα, οι ζοφερές οικονομικές και εργασιακές προοπτικές της χώρας μπορεί να αποθαρρύνουν ακόμη και τους πιο πρόθυμους να επιστρέψουν. Ένα θεμελιώδες ζήτημα στο πλαίσιο αυτό θα είναι εάν θα επιτραπεί στους Σύριους να συμμετέχουν σε επονομαζόμενες «μετακινήσεις εκκρεμούς» —επιστροφές για περιορισμένο χρονικό διάστημα—, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες υποδοχής θα εξακολουθούν να προσφέρουν βιώσιμες ευκαιρίες για μια πιο μόνιμη επιστροφή. Τα ζητήματα αυτά θα είναι αναπόφευκτα αλληλένδετα με ευρύτερες συζητήσεις σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ. Οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις σχετικά με τη μεταρρύθμιση της οδηγίας της ΕΕ που διέπει τις επιστροφές, για την οποία αναμένεται σύντομα η υποβολή πρότασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα μπορούσαν να αποκτήσουν αποφασιστική δυναμική, ανάλογα με τις εξελισσόμενες συζητήσεις σχετικά με τις επιστροφές των Σύριων. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση της οδηγίας θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην εμφάνιση περαιτέρω διχασμών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Δεδομένου ότι οι μεταναστευτικές πολιτικές χρειάζονται ριζική επανεξέταση προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι σημερινές προκλήσεις, η προσέγγιση της ΕΕ στο ζήτημα των εκτοπισμένων Σύριων είναι πιθανό να αποτελέσει ένα πρώτο κρίσιμο σημείο καμπής στον νέο κύκλο πολιτικής.