European Economic
and Social Committee
Η εφαρμογή του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο μπορεί να θέσει υπό δοκιμασία το Ευρωπαϊκό εγχείρημα
Το νέο Σύμφωνο της ΕΕ για τη Μετανάστευση και το Άσυλο επαινέθηκε μεν ως ιστορικό ορόσημο κατά την υιοθέτηση του τον Μάιο του 2024, εξακολουθεί όμως να πρέπει να αποδείξει την αξία του. Ωστόσο, οι προκλήσεις που αναμένονται το 2025 δεν θα είναι εύκολες: σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον, η εγγενής πολυπλοκότητα του Συμφώνου και το αυστηρό χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του απαιτούν προσοχή και μεγάλη ισορροπία — Ανάλυση από την Camille Le Coz, Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής (MPI Europe)
Στην αυγή του 2025 τίθενται πιεστικά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον των μεταναστευτικών πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει χαράξει σαφή πορεία με το σχέδιο εφαρμογής του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, οι μεταβαλλόμενες ωστόσο συνθήκες απειλούν να εκτρέψουν την πολιτική εστίαση και τους πόρους αλλού. Οι επικείμενες εκλογές στη Γερμανία έχουν προκαλέσει περαιτέρω αβεβαιότητα, παράλληλα με τις επιπτώσεις της κατάρρευσης του καθεστώτος Άσαντ και της απρόβλεπτης πορείας του πολέμου στην Ουκρανία. Οι συζητήσεις σχετικά με τα μοντέλα εξωτερικής ανάθεσης συνεχίζονται, αλλά οι προσπάθειες αυτές συχνά λειτουργούν ως απομονωμένοι πολιτικοί ελιγμοί και όχι ως μέρος μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής στρατηγικής. Εν τω μεταξύ, η μετανάστευση εξακολουθεί να στοχοποιείται στα πολωνικά σύνορα με τη Λευκορωσία, με την εργαλειοποίηση αυτή να οδηγεί όλο και περισσότερο σε αποκλίσεις από το ενωσιακό δίκαιο. Η φετινή χρονιά θα είναι καίριας σημασίας για να καθοριστεί κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ακολουθήσει μια προσέγγιση που να προωθεί την εμπιστοσύνη και να υλοποιεί την τόσο αναγκαία συλλογική δράση, ή εάν θα αντιμετωπίσει περαιτέρω κατακερματισμό.
Τον Μάιο του 2024, πολλοί Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την έγκριση του Συμφώνου ως ιστορικού ορόσημου, μετά από χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων. Λίγο πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές, η συμφωνία αυτή κατέδειξε την ικανότητα της ΕΕ να συσπειρώνεται και να αντιμετωπίζει ορισμένα από τα πιο δύσκολα προβλήματά της. Κεντρικό στοιχείο των στόχων του Συμφώνου ήταν η αντιμετώπιση των εντάσεων όσον αφορά την ευθύνη και την αλληλεγγύη, η επίλυση της αντίληψης περί διαρκούς μεταναστευτικής κρίσης και η εξάλειψη των διαφορών στις διαδικασίες ασύλου μεταξύ των κρατών μελών. Το νέο πλαίσιο βασίζεται μεν σε μεγάλο βαθμό στο υφιστάμενο σύστημα, εισάγει όμως αυστηρότερα μέτρα, όπως ο συστηματικός έλεγχος, οι ενισχυμένες διαδικασίες ασύλου και επιστροφής στα σύνορα, καθώς και εξαιρέσεις από τους κοινούς κανόνες σε περίπτωση κρίσεων. Το Σύμφωνο προωθεί εξάλλου μεγαλύτερο εξευρωπαϊσμό, με υποχρεωτική αλληλεγγύη, ενισχυμένους ρόλους για τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ και αυξημένη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και εποπτεία.
Αυτή η ενίσχυση της αξιοπιστίας της ΕΕ που απορρέει από την εκ μέρους της συλλογική διαχείριση της μετανάστευσης θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι βραχύβια εάν οι Ευρωπαίοι δεν εφαρμόσουν τους νέους κανόνες έως τον Μάιο του 2026. Αυτή η σύντομη προθεσμία θέτει ιδιαίτερες προκλήσεις, δεδομένου ότι το Σύμφωνο απαιτεί τη θέσπιση ενός σύνθετου συστήματος, την κινητοποίηση πόρων και την πρόσληψη και κατάρτιση προσωπικού, ιδίως για τα κράτη μέλη που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Ενώ τα κράτη μέλη έχουν καταρτίσει εθνικά σχέδια δράσης, μεγάλο μέρος των εργασιών αυτών πραγματοποιήθηκε κεκλεισμένων των θυρών, με έλλειψη πολιτικών μηνυμάτων. Το χάσμα αυτό εγκυμονεί μεγάλο κίνδυνο, καθώς η πολιτική καθοδήγηση είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της εύθραυστης ισορροπίας σε επίπεδο ΕΕ.
Επιπλέον, η εφαρμογή του νέου συστήματος απαιτεί τη δημιουργία συνασπισμών μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Οι εθνικοί οργανισμοί ασύλου υπέχουν κεντρικό θέση για τη μετατροπή πολύπλοκων νομοθετικών κειμένων σε πρακτικά πλαίσια, με τους οργανισμούς της ΕΕ —ιδίως τον Οργανισμό της ΕΕ για το Άσυλο— να διαδραματίζουν ήδη καίριο ρόλο στη διαδικασία αυτή. Εξίσου σημαντική είναι η συμμετοχή μη κυβερνητικών οργανώσεων για την αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης τους και τη διασφάλιση πρόσβασης σε νομικές συμβουλές και εποπτείας των νέων διαδικασιών, μεταξύ άλλων. Για τη στήριξη αυτών των προσπαθειών, απαιτούνται πιο συνεργατικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων τακτικών διαβουλεύσεων, ισχυρών μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών και επιχειρησιακών ειδικών ομάδων που θα συνέρχονται τακτικά.
Εν τω μεταξύ, ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί σε στρατηγικές εξωτερικής ανάθεσης, καθώς όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τις θεωρούν καθοριστικής σημασίας έναντι των μεταναστευτικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Η συμφωνία Ιταλίας-Αλβανίας πυροδότησε πολυάριθμες συζητήσεις σχετικά με τις δυνατότητές της για καλύτερη διαχείριση της μικτής μετανάστευσης, ανάγοντας την Giorgia Meloni σε ηγετική προσωπικότητα σε αυτόν τον τομέα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, η εν λόγω συμφωνία δεν έχει ακόμη αποφέρει αποτελέσματα και παραμένει μια διμερής συμφωνία, αποκλείοντας τις συνεισφορές άλλων Ευρωπαίων εταίρων. Εν τω μεταξύ, άλλες κυβερνήσεις αναπτύσσουν άλλα εναλλακτικά μοντέλα, όπως κόμβους επιστροφής, και τρόπους ενσωμάτωσής τους σε μια πανευρωπαϊκή προσέγγιση.
Το ζήτημα των επιστροφών πρόκειται ακριβώς να τεθεί στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου κατά τους προσεχείς μήνες. Πράγματι, μέρος του Συμφώνου αφορά τη βελτίωση της ταχύτητας των επιστροφών, ιδίως για τα άτομα που υποβάλλονται σε διαδικασίες στα σύνορα των κρατών πρώτης γραμμής. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν αυτή την επείγουσα ανάγκη, αφήνοντας παράλληλα χώρο σε πιλοτικούς κόμβους επιστροφής, ενώ αναμένονται προτάσεις για την αναθεώρηση της οδηγίας για την επιστροφή τον Μάρτιο. Δεδομένου του σύντομου χρονοδιαγράμματος, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι Ευρωπαίοι να μην εξετάσουν πλήρως τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την πράξη, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία σε τομείς όπως η προβολή, η παροχή συμβουλών, η στήριξη της επανένταξης και η αμοιβαία μάθηση σε επίπεδο ΕΕ. Επιπλέον, η Ευρώπη πρέπει να είναι προσεκτική, ώστε ο πειραματισμός με μοντέλα εξωτερικής ανάθεσης να μην υπονομεύσει τις σχέσεις της με τις χώρες καταγωγής και να μην αποδυναμώσει την ευρύτερη θέση της.
Αυτή η ευαίσθητη πράξη εξισορρόπησης εξελίσσεται σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο περιβάλλον, ανάγοντας την εφαρμογή του Συμφώνου σε δοκιμασία όχι μόνο για τη διαχείριση της μετανάστευσης αλλά και για το ευρύτερο έργο της ΕΕ. Ειδικότερα, η κατάσταση στα πολωνικά σύνορα αναδεικνύει συγκεκριμένες προκλήσεις όσον αφορά την τήρηση δεσμευτικών κανόνων υπό την πίεση ενός εχθρικού γείτονα. Όσον αφορά τη Συρία και την Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πρέπει να προετοιμαστούν για απρόβλεπτες εξελίξεις. Κατά το επόμενο έτος, θα είναι ζωτικής σημασίας να ενισχυθεί ο ηγετικός ρόλος σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου να εφαρμοστούν νέοι κανόνες και να συνεχιστεί η διερεύνηση καινοτομιών που ευθυγραμμίζονται με μια κοινή προσέγγιση και ενισχύουν μια κοινή προσέγγιση. Τούτο προϋποθέτει την εστίαση των προσπαθειών στην οικοδόμηση ανθεκτικών εταιρικών σχέσεων με χώρες προτεραιότητας και την αποφυγή της εκτροπής πόρων σε πολιτικά τεχνάσματα.
Η Camille Le Coz είναι αναπληρώτρια διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής, ενός ερευνητικού ιδρύματος με έδρα τις Βρυξέλλες, το οποίο επιδιώκει αποτελεσματικότερη διαχείριση των συστημάτων μετανάστευσης, ένταξης των μεταναστών και ασύλου, καθώς και επιτυχημένα αποτελέσματα για τους νεοαφιχθέντες, τις οικογένειες μεταναστών και τις κοινότητες υποδοχής.