Του Andrey Gnyot

Στη Λευκορωσία, η επιλογή και μόνο του λάθος επαγγέλματος αρκεί για να συλληφθείτε. Όπως αποδεικνύεται, για ένα τέτοιο μοιραίο λάθος μπορεί να συλληφθείτε ακόμη και στο κέντρο της Ευρώπης, για παράδειγμα στη Σερβία. Και ένας διεθνής οργανισμός υψηλού κύρους όπως η Ιντερπόλ θα διευκολύνει τη σύλληψη. Τα λόγια μου διακατέχονται από πικρό σαρκασμό και εκφράζουν μια πικρή αλήθεια, αλλά δεν υπερβάλλω. Ονομάζομαι Andrey Gnyot. Είμαι Λευκορώσος σκηνοθέτης, δημοσιογράφος και πρώην πολιτικός κρατούμενος. Αυτή είναι η ιστορία μου.

Αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος το 1999. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο ήταν το πάθος μου, το όνειρό μου και το χόμπι μου. Θα μπορούσε ένας 17χρονος να φανταστεί ότι, στη χώρα του, η ανεξάρτητη δημοσιογραφία θα αποκαλούταν εξτρεμισμός και ότι όλα τα άλλα μέσα ενημέρωσης θα κατέληγαν να μετατραπούν σε προπαγανδιστικά φερέφωνα; Όχι, κανένας μας δεν περίμενε να συμβεί αυτό στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Ωστόσο, αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση στη δικτατορική Λευκορωσία του σήμερα: δεν υπάρχει κανένα ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης στη χώρα. Όλες οι δομές μέσων ενημέρωσης ανήκουν στο κράτος. Το κράτος ασκεί αυστηρό έλεγχο επί της συντακτικής πολιτικής, η οποία είναι πολύ απλή: το αυτοανακηρυχθέν καθεστώς του Λουκασένκο εξυμνείται και όποιος τολμά να το επικρίνει, ακόμη και με εποικοδομητικό τρόπο, αποκαλείται «εχθρός του λαού» —ένας χαρακτηρισμός που κληρονομήθηκε από το κομμουνιστικό παρελθόν.

Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ένας νέος και αφελής απόφοιτος δημοσιογραφίας προσπάθησε να βρει τη θέση του στο επάγγελμα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου και μετά από αυτές, απέκτησα μεγάλη πρακτική εμπειρία στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο και ήξερα ακριβώς τι ήθελα. Το παράθυρο όμως της ευκαιρίας έκλεινε γρήγορα: οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έκλειναν ή περνούσαν στον έλεγχο του κράτους, ενώ οι ανεξάρτητοι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν μπορούσαν καν να εξασφαλίσουν συχνότητα εκπομπής. Η επιλογή ήταν περιορισμένη: είτε θα γινόσουν υποστηρικτής της προπαγάνδας είτε θα απέφευγες ευαίσθητα θέματα και θα περιοριζόσουν σε ανώδυνη ψυχαγωγία. Η δημοσιογραφία επέζησε στη Λευκορωσία μόνο χάρη σε λίγες εφημερίδες και ανεξάρτητες διαδικτυακές πύλες. Πολλοί δημοσιογράφοι εγκατέλειψαν το επάγγελμα, πολλοί υπήρξαν θύματα καταστολής. Το Υπουργείο Ενημέρωσης της Λευκορωσίας εξέδιδε τακτικά προειδοποιήσεις προς τα μέσα ενημέρωσης, ενώ επαρκούσαν μόλις τρεις προειδοποιήσεις για να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας τους. Σύμφωνα με την Ένωση Δημοσιογράφων της Λευκορωσίας, ο αριθμός των εφημερίδων μειώθηκε κατά 21 % την περίοδο 2020-2024. Στη λευκορωσική αγορά παρέμειναν μόνο αβλαβή έντυπα μέσα ενημέρωσης, όπως αυτά που απευθύνονται σε ιδιοκτήτες εξοχικών, σε αναγνώστες χιουμοριστικών περιοδικών και σε λάτρεις των σταυρόλεξων. Όλα τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου είτε τέθηκαν εκτός λειτουργίας από τις αρχές είτε επέλεξαν να παύσουν την εκδοτική τους δραστηριότητα λόγω αδυναμίας λειτουργίας.

Ευτυχώς, μπόρεσα να βρω μια συμβιβαστική λύση για εμένα: έκανα δημοσίως στροφή στην επαγγελματική μου καριέρα και πέρασα στη σκηνοθεσία και το δημιουργικό έργο, όπου σημείωσα μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα, συνέχισα το δημοσιογραφικό μου έργο ως εθελοντής, χωρίς να αποκαλύπτω το όνομά μου, ώστε να μην εκτεθώ. Η τακτική αυτή αποδείχθηκε αποτελεσματική. Αξιοποιώντας όλη την εμπειρία και τις επαγγελματικές μου επαφές, μπόρεσα να παράσχω στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης νέο βιντεοληπτικό υλικό από το 2020, και επίσης ήμουν σε θέση να συμμετάσχω ενεργά στον πολιτικό ακτιβισμό και στον ακτιβισμό της κοινωνίας των πολιτών: έγινα συνιδρυτής του κινήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων «Ελεύθερη Ένωση Αθλητών της Λευκορωσίας SOS.BY». Δεν νομίζω ότι μπορώ να κατηγορηθώ για προκαταλήψεις και εμπλοκή, διότι επέλεξα την πλευρά του λαού της χώρας μου —μια δικτατορία δεν έχει καμία σχέση με την αντικειμενικότητα, όπως ακριβώς και η προπαγάνδα δεν έχει καμία σχέση με τη δημοσιογραφία.

Το 2021 η Λευκορωσία βρέθηκε στην 158η θέση μεταξύ 180 χωρών στον δείκτη ελευθερίας του Τύπου. Σε σύγκριση με το 2020, έχασε πέντε θέσεις. «Η Λευκορωσία είναι η πλέον επικίνδυνη χώρα στην Ευρώπη για τους εργαζομένους στα μέσα ενημέρωσης» προειδοποιεί η διεθνής οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα».

Προσέξτε ότι το 2020, έτος των διαδηλώσεων στη Λευκορωσία, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν οι κύριες πηγές ειδήσεων για 60% των ερωτηθέντων Λευκορώσων, ενώ μόλις 11% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι η βασική πηγή ενημέρωσής τους ήταν η τηλεόραση, με τα έντυπα μέσα ενημέρωσης να καταγράφουν ποσοστό 7% και το ραδιόφωνο 5%. Όταν συνειδητοποίησε αυτή την πραγματικότητα, το δικτατορικό καθεστώς άρχισε να δρα σκληρά και αμείλικτα. Το κύριο εύρημά του ήταν η «καταπολέμηση του εξτρεμισμού», η οποία χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για λογοκρισία και διώξεις. Οι αρχές αποκλείουν την πρόσβαση στο περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης που συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους από το εξωτερικό, και κάθε συνεργασία μαζί τους θεωρείται έκφραση εξτρεμισμού.

Στο τέλος του 2023, 32 δημοσιογράφοι στη Λευκορωσία βρίσκονταν φυλακισμένοι. Στα κέντρα κράτησης, οι δημοσιογράφοι έχουν υποστεί πιέσεις και απάνθρωπη μεταχείριση. Σύμφωνα με ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο μπλόγκερ και δημοσιογράφος Igor Losik του «Radio Liberty» άρχισε παρατεταμένη απεργία πείνας στο σωφρονιστικό ίδρυμα όπου κρατούταν και στη συνέχεια έκοψε τις φλέβες των χεριών και του λαιμού του. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 ετών. Έχουν ενταθεί οι ποινικές διώξεις ενάντια σε κάθε μορφή συνεργασίας με ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης τα οποία αποκαλούνται «εξτρεμιστικοί σχηματισμοί». Μια νέα τάση είναι η δίωξη όχι μόνο των εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και απλών πολιτών που διατυπώνουν σχόλια για διάφορα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα στα μέσα ενημέρωσης.

Στις 31 Οκτωβρίου 2024, ο προσωπικός λογαριασμός μου στο Instagram κηρύχθηκε από το καθεστώς της Λευκορωσίας ως «εξτρεμιστικό υλικό». Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνον εγώ, αλλά και όλοι οι ακόλουθοί μου στη Λευκορωσία θα διωχθούν για εγγραφή στον λογαριασμό μου. Περισσότεροι από 5 000 διαδικτυακοί πόροι στη Λευκορωσία έχουν κηρυχθεί «εξτρεμιστικοί» από το δικτατορικό καθεστώς. Ίσως καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να παρουσιάσει τόσο εντυπωσιακά στατιστικά στοιχεία! Πιστεύουμε εμείς οι Λευκορώσοι ότι δίνεται αρκετή προσοχή στο πρόβλημα της δημοσιογραφίας στη χώρα μας; Θα σας απαντήσω ειλικρινά: Όχι, δεν δίνεται η δέουσα προσοχή στο πρόβλημα αυτό. Όχι μόνο διαλύεται ο θεσμός της δημοσιογραφίας στη Λευκορωσία, αλλά και οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι εξοντώνονται σωματικά.

Η δικτατορία προσπαθεί επίσης να ασκήσει διώξεις κατά δημοσιογράφων και ακτιβιστών εκτός Λευκορωσίας. Η ιστορία μου αποτελεί ζωντανό παράδειγμα τέτοιων διώξεων. Το καθεστώς έχει μάθει να χρησιμοποιεί δημοκρατικούς θεσμούς για την επίτευξη των αποτρόπαιων στόχων του. Δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, μπλόγκερ και πολιτικά ενεργοί πολίτες διώκονται για φορολογικά εγκλήματα, κυρίως για τη μη καταβολή φόρων στο παρελθόν. Έχει αποδειχθεί ότι πρόκειται για ένα τέλειο προπέτασμα καπνού ώστε να αποκρυφθούν τα πολιτικά κίνητρα πίσω από τις διώξεις. Ο ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βραβευθείς με Νόμπελ Ales Bialiatski βρίσκεται στη φυλακή κατηγορούμενος για οικονομικά εγκλήματα. Η αρχισυντάκτρια του ανεξάρτητου μέσου ενημέρωσης «TUT.BY» (καταργήθηκε από το καθεστώς το 2020) και οι συνάδελφοί της βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα κατηγορούμενοι για τα ίδια εγκλήματα. Το ίδιο ακριβώς άρθρο του ποινικού κώδικα που διέπει το οικονομικό έγκλημα έγινε δεκτό από την Ιντερπόλ για την έκδοση διεθνούς εντάλματος σύλληψής μου. Η Ιντερπόλ χρειάστηκε σχεδόν οκτώ μήνες για να διεξαγάγει εσωτερική έρευνα και να διαπιστώσει ότι το ένταλμα σύλληψής μου παραβίαζε τα άρθρα 2 και 3 του Καταστατικού της Χάρτη. Ωστόσο, συνελήφθην και φυλακίστηκα στις κεντρικές φυλακές του Βελιγραδίου για επτά μήνες και έξι ημέρες. Πέρασα πέντε μήνες σε κατ’ οίκον περιορισμό και μου επιβλήθηκαν σκληροί περιορισμοί. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Σερβίας αποφάσισε δύο φορές να με εκδώσει στη δικτατορική Λευκορωσία. Δύο φορές, ο δικηγόρος μου και εγώ ασκήσαμε επιτυχώς προσφυγή κατά αυτής της απόφασης. Συνολικά, μου έκλεψαν ένα έτος από τη ζωή μου, καθώς και τη σωματική και ψυχική μου υγεία. Όλα αυτά γιατί διάλεξα το λάθος επάγγελμα στη λάθος χώρα. Απλώς και μόνο επειδή είχα μια γνώμη και την εξέφρασα μέσω της ενεργού συμμετοχής μου ως πολίτη στα κοινά.

Ευτυχώς, κατάφερα να κερδίσω. Διαφορετικά, δεν θα διαβάζατε αυτές τις λέξεις. Χάρη στην απίστευτη αλληλεγγύη δημοσιογράφων, πολιτικών, της κοινωνίας των πολιτών και των οργανώσεών της, έφυγα από τη Σερβία και βρήκα ασφαλές καταφύγιο στο Βερολίνο. Η ιστορία μου όμως δεν έχει τελειώσει. Έχω ακόμη μπροστά μου μια μακρά διαδικασία αποκατάστασης και έναν μακρύ αγώνα. Γνωρίζω ότι έχω επιλέξει με πλήρη συνείδηση την αποστολή μου, ακόμη και αν κάποιοι την θεωρούν εξτρεμιστική. Γνωρίζω ότι η ανεξάρτητη δημοσιογραφία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Της κοινωνίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε εμείς οι Λευκορώσοι. Και προσδοκούμε πως δεν θα πορευτούμε μόνοι μας σε αυτή τη σημαντική προσπάθεια.