Η απειλή του Κρεμλίνου να διακόψει την παροχή φυσικού αερίου βραχυκυκλώνει την Ευρώπη. Μετά την Πολωνία και τη Βουλγαρία, η Φινλανδία, η Δανία και οι Κάτω Χώρες, έχουν προστεθεί στη μαύρη λίστα των χωρών της ρωσικής κυβέρνησης των οποίων ο εφοδιασμός με φυσικό αέριο έχει διακοπεί.

Στις 18 Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το σχέδιο REPowerEU ύψους 300 δισ. ευρώ που σκοπό έχει την εξάλειψη των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία έως το 2027. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ αναζητούν λύσεις για την ταχεία αντικατάσταση του ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία. Επισπεύδουν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και διαθέτουν μεγάλα ποσά από τα ταμεία τους για την κατασκευή των υποδομών που απαιτούνται για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου και τη μεγιστοποίηση της αποθήκευσης φυσικού αερίου. Αναζητούν επίσης τομείς στους οποίους μπορεί να εξοικονομηθεί ενέργεια και να αντικατασταθεί το φυσικό αέριο. Εν τω μεταξύ, τα χρονικά περιθώρια στενεύουν και κανείς δεν γνωρίζει ποιος θα είναι το επόμενο θύμα σε αυτό το παιχνίδι ρωσικής ρουλέτας. Είναι αναμφισβήτητο ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά σοβαρή και απαιτεί πρωτόγνωρη δράση.

Οι πρόσθετες δε επενδύσεις σε υποδομές και η διάδοση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας φαίνονται δύσκολες, ιδίως σε περιόδους ανάκαμψης των οικονομιών από τη νόσο COVID-19. Κάθε ευρώ που δαπανάται παράγεται σε μια οικονομία που αντιμετωπίζει επί του παρόντος υψηλό πληθωρισμό και, όταν δανείζεται, έχει το αντίτιμό του και ενισχύει τον κίνδυνο της αύξησης του χρέους. Ταυτόχρονα, οι κανόνες της αγοράς σημαίνουν ότι, ενώ υπάρχει υψηλότερη ζήτηση, οι τιμές αυξάνονται επίσης. Επιπλέον, το πρόσθετο κόστος ασφάλειας και προστασίας που συνεπάγεται ο πόλεμος απειλεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις τιμές της ενέργειας. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι η διαταραχή των αλυσίδων εφοδιασμού που εμποδίζει την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη μη ρυπογόνων τεχνολογιών, το σχέδιο REPowerEU επικεντρώνεται ορθώς στην επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης, με νέα έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας να χαρακτηρίζονται «υπερισχύοντος δημόσιου συμφέροντος». Ζητείται επίσης, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα την ανακοίνωση «REPowerEU», να ανακηρυχθούν, σε εθνικό επίπεδο, περιοχές πρώτης επιλογής για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε ζώνες χαμηλού περιβαλλοντικού κινδύνου. Ταυτόχρονα, προτείνει να αυξηθεί το επιδιωκόμενο ποσοστό της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ από 40 % ―που είχε τεθεί πέρυσι― σε 45 % έως το 2030, και να αυξηθεί ο στόχος ενεργειακής απόδοσης από το 9 % που προτάθηκε τον Ιούλιο του 2021 σε 13 %. Εισηγείται επίσης να καταστούν υποχρεωτικοί οι ηλιακοί συλλέκτες στα δημόσια και τα νέα κτίρια κατοικιών έως το 2025 και το 2029 αντιστοίχως. Δεδομένης της σημερινής κατάστασης της αγοράς, είναι σαφές ότι δεν είναι τεχνικά εφικτό να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Είναι καλό να είμαστε φιλόδοξοι, αλλά πρέπει να αντιλαμβανόμαστε πόσο ρεαλιστικοί και αξιόπιστοι είναι οι στόχοι μας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει επίσης στο σχέδιό της ότι η απεξάρτηση των χωρών από τη ρωσική ενέργεια θα οδηγήσει σε υψηλότερες και πιο ασταθείς τιμές ενέργειας στην Ευρώπη. Η κατάσταση απαιτεί την ανάληψη ειδικών προσωρινών μέτρων στα κράτη μέλη, τα οποία θα στρεβλώσουν όσο το δυνατόν λιγότερο την αγορά της ΕΕ, ή μέτρων σε ενωσιακό επίπεδο που δεν θα θέσουν σε κίνδυνο τον ενεργειακό εφοδιασμό ή τις προσπάθειες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές. Γενικά, οι παρεμβάσεις στην αγορά ενέχουν τον κίνδυνο υπονόμευσης των πιο μακροπρόθεσμων στόχων, καθώς θα προκαλούν επενδυτική αβεβαιότητα και θα αποθαρρύνουν την απαλλαγή του ενεργειακού κλάδου από τις ανθρακούχες εκπομπές.

Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη έχει αποδείξει την ορθή λειτουργία της όσον αφορά την αποφυγή των περιορισμών ή ακόμα και της διακοπής ηλεκτροδότησης σε ορισμένες περιοχές. Η επίδειξη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος της ΕΕ θα είναι καθοριστική, όχι μόνο ενόψει του ερχόμενου χειμώνα, αλλά και του επόμενου γύρου αυτής της ρώσικης ρουλέτας.

Alena Mastantuono, μέλος της ΕΟΚΕ