Ο αριθμός των ατόμων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας θα μπορούσε να μειωθεί κατά 50% εντός της επόμενης δεκαετίας, δήλωσε ο ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα στη σύνοδο ολομέλειας της ΕΟΚΕ τον Ιανουάριο, εκθέτοντας τα πορίσματα της αποστολής του στα θεσμικά όργανα της ΕΕ.

Η μείωση της φτώχειας πρέπει να αποτελέσει μία από τις βασικές προτεραιότητες του επικείμενου σχεδίου δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, δήλωσε ο Oliver De Schutter, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο κ. De Schutter επισήμανε ότι η φτώχεια στην ΕΕ πλήττει όλο και περισσότερο τις γυναίκες και τις μονογονεϊκές οικογένειες.

Προειδοποίησε επίσης ότι η Πράσινη Συμφωνία της Επιτροπής, παρά την ισχυρή κοινωνική διάσταση που περιλαμβάνει, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη στρατηγική για τη μείωση της φτώχειας: «Η μείωση της φτώχειας αυτή καθαυτή δεν αποτελεί στόχο της Πράσινης Συμφωνίας», υπογράμμισε ο κ. De Schutter.

Εξήγησε δε ότι έχουν εντοπιστεί τρεις δομικοί περιορισμοί στους οποίους προσκρούει η καταπολέμηση της φτώχειας στην ΕΕ:

  • το φορολογικό ντάμπινγκ στις χώρες της ΕΕ, όπου τα τελευταία 20 χρόνια το φορολογικό βάρος έχει βαθμιαία μετατοπιστεί από τις επιχειρήσεις και τους πλουσιότερους ιδιώτες στους εργάτες, τους καταναλωτές και τις χαμηλού εισοδήματος οικογένειες·
  • οι κοινωνικές συνθήκες και το κόστος της εργασίας, με πολιτικές που επιχείρησαν την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους μέσω της μείωσης των μισθών και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες·
  • το μακροοικονομικό πλαίσιο εντός της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ιδίως το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), το οποίο πρέπει να αναθεωρηθεί χωρίς χρονοτριβή για την εξαίρεση των κοινωνικών επενδύσεων στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης από τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ο κ. De Schutter δήλωσε ότι, στο σχέδιο δράσης της Επιτροπής για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να συμπεριληφθούν τρεις φιλόδοξοι στόχοι:

  • μια στρατηγική για τη μείωση της φτώχειας έως το 2030, με φιλόδοξο στόχο μείωσης κατά 50% του αριθμού όσων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας·
  • μια Εγγύηση για τα παιδιά, η οποία θα καλύπτει πέντε βασικούς τομείς: πρόσβαση στην εκπαίδευση, προσχολική φροντίδα, διατροφή, στέγαση και υγειονομική περίθαλψη. Αυτό περιλαμβάνει τη στήριξη των οικογενειών με την παροχή αξιοπρεπούς εισοδήματος, εργασίας και πρόσβασης σε παροχές·
  • ένα νέο νομικά δεσμευτικό μέσο για τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο θα διασφαλίζει ότι τα συστήματα αυτά είναι ενδεδειγμένα σε ολόκληρη την ΕΕ και ότι τα κράτη μέλη ακολουθούν κοινή μεθοδολογία.

Η Πρόεδρος της ΕΟΚΕ Christa Schweng δήλωσε ότι, ακόμη και πριν από τη νόσο COVID-19, ένας στους πέντε ανθρώπους αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ, πράγμα το οποίο αποτελεί αποτυχία για τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες μας. «Ένας από τους καλύτερους τρόπους για την απαλλαγή των ανθρώπων από τη φτώχεια, καθώς και για την πρόληψη της εμφάνισής της, είναι η οικοδόμηση κοινωνικής και ατομικής ανθεκτικότητας», υπογράμμισε η κ. Schweng.

Επεσήμανε δε ότι, εκτός από τη χρηματοδότηση, υπάρχει επίσης ανάγκη υιοθέτησης μιας προσέγγισης βασισμένης στα δικαιώματα, η οποία θα αναγνωρίζει τα άτομα που πλήττονται από τη φτώχεια όχι μόνο ως κατόχους δικαιωμάτων αλλά και ως παράγοντες αλλαγής. Η δέσμευση να μην αφεθεί κανείς στο περιθώριο προϋποθέτει την ενδυνάμωση ή την εκ νέου ενδυνάμωση των ανθρώπων για να αναλάβουν θετικό ρόλο στην κοινωνία, δήλωσε η κ. Schweng. (at/mp)