Στις 6 Μαρτίου, η ΕΟΚΕ διοργάνωσε συζήτηση με θέμα τη «Συμφωνία για καθαρή βιομηχανία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της σχετικής συζήτησης του Συμβουλίου στις 12 Μαρτίου. Υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, ιθύνοντες της βιομηχανίας και εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών εξέτασαν κατά πόσον το σχέδιο μπορεί πραγματικά να υποστηρίξει τον τομέα της μη ρυπογόνου τεχνολογίας, τις ενεργειοβόρες βιομηχανίες και τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.

Δεδομένης της σημερινής γεωπολιτικής αστάθειας και των μεταβαλλόμενων διατλαντικών σχέσεων, η ανάγκη στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ έχει καταστεί πιο επιτακτική από ποτέ. Η «Συμφωνία για καθαρή βιομηχανία» αποσκοπεί στην επιτάχυνση της απανθρακοποίησης και της κυκλικότητας, ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας ―αρχής γενομένης από τη μείωση των τιμών της ενέργειας. Πάντως, παραμένουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την εφικτότητα και τη χρηματοδότησή της.

«Το ζήτημα δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ της στρατηγικής αυτονομίας, της ανταγωνιστικότητας ή της διττής μετάβασης· πρόκειται για κάτι που αφορά όλους του βιομηχανικούς τομείς, οι οποίοι πρέπει να προσαρμοστούν, ο καθένας με τον δικό του μεν ρυθμό, αλλά αναλαμβάνοντας σαφείς δεσμεύσεις», δήλωσε ο Pietro de Lotto, πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Βιομηχανικής Αλλαγής (CCMI) της ΕΟΚΕ, χαρακτηρίζοντας το ζήτημα μια προσπάθεια εξεύρεσης ισορροπίας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τονίσει τη γεωπολιτική αναγκαιότητα της ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία, αλλά η βιομηχανική παρακμή της πρώτης γεννά αυξανόμενη ανησυχία. Η βιομηχανική παραγωγή και οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια.

Η χρηματοδότηση θα αποτελέσει σημαντικό ζητούμενο· η επίτευξη των στόχων του σχεδίου προϋποθέτει τη συνεργασία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, των κρατών μελών και της βιομηχανίας. Αν και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει υποσχεθεί 500 εκατ. ευρώ σε αντεγγυήσεις και 1,5 δισ. ευρώ για τη βελτίωση των ενεργειακών δικτύων, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών πρέπει να βρουν πρόσθετους πόρους.

Ο κοινωνικός αντίκτυπος της μετάβασης αποτελεί επίσης βασικό ζήτημα, ιδίως όσον αφορά τους ενεργειοβόρους βιομηχανικούς κλάδους όπου έχουν σημειωθεί σοβαρές απώλειες θέσεων εργασίας. Οι εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών διερωτήθηκαν κατά πόσον η μείωση των φόρων στην ενέργεια ―η οποία αποτελεί βασική πρόταση της συμφωνίας― θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Παρά την αισιοδοξία που διαπνέει τους μακροπρόθεσμους στόχους της «Συμφωνίας για καθαρή βιομηχανία», οι ειδήμονες εξέφρασαν την ανησυχία τους ως προς την ικανότητά της να δώσει απαντήσεις στα βραχυπρόθεσμα ζητήματα. Η ταχύτητα και η απλούστευση είναι επιδιώξεις ζωτικής σημασίας, καθότι το υψηλό ενεργειακό κόστος και τα ρυθμιστικά εμπόδια θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την πρόοδο. Οι κατακερματισμένες κρατικές πολιτικές εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα και η «Συμφωνία για καθαρή βιομηχανία» κινδυνεύει να χάσει μια κρίσιμη ευκαιρία για την ευθυγράμμιση της βιομηχανικής πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ζήτημα αποτελεί επίσης η τεχνολογική ουδετερότητα και το ζήτημα της σωστής ισορροπίας μεταξύ ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, υδρογόνου και βιοκαυσίμων. Αν και η έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ευπρόσδεκτη, απαιτείται να αναληφθεί ισχυρή δέσμευση όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση. Χάρη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές έχουν ήδη εξοικονομήσει 100 δισ. ευρώ μεταξύ των ετών 2021 και 2023 ―μια επιτυχία η οποία θα πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο για την ΕΕ. (jh)