Copyright: Almir Hoxhaj

Ο Almir Hoxhaj, Αλβανός μετανάστης στην Ελλάδα, μιλά σήμερα τα ελληνικά τόσο καλά όσο τη μητρική του γλώσσα. Μετά από πάνω από 30 χρόνια στην Ελλάδα, αισθάνεται κομμάτι της χώρας, αλλά η προσαρμογή του στην ελληνική κοινωνία, όπου η λέξη «Αλβανός» χρησιμοποιείται ακόμη και ως βρισιά, δεν ήταν εύκολη. Αυτή είναι η προσωπική του ιστορία.

Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό του νομού Αυλώνα και έζησα εκεί μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια. Η οικογένειά μου μετακόμισε στα Τίρανα, αλλά, το 1997, πήρα τη δύσκολη απόφαση να αναζητήσω ένα καλύτερο μέλλον στην Ελλάδα. Ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή, μετά το άνοιγμα των συνόρων, οι Αλβανοί να καταφεύγουμε στην Ελλάδα λόγω της υποτιθέμενης ευκολίας διέλευσης των χερσαίων συνόρων. Διέσχισα τα σύνορα με τα πόδια δεκαοκτώ φορές. Φοβόμουν τη θάλασσα. Θυμάμαι μάλιστα την τελευταία μου πεζοπορία πέντε ημερών μέχρι τη Βέροια, όπου, παρ' όλη την ασταμάτητη βροχή, διψούσα τρομερά. Όταν τελικά έπιασα στο χέρι μου ένα ποτήρι γεμάτο νερό, δεν ήταν αρκετό για να με ξεδιψάσει. Κάπως έτσι ξεκίνησε η ζωή μου στην Ελλάδα. Με ένα γεμάτο ποτήρι νερό στο χέρι μου.

Η πρώτη μου επαφή με την χώρα έγινε στα 15 μου, όταν, μαζί με φίλους, περάσαμε για πρώτη φορά κρυφά τα σύνορα. Ούτε καν μας περνούσε από το μυαλό ότι κάναμε κάτι παράνομο. Αν μπορούσα να πετάξω για Ελλάδα, θα το είχα κάνει. Η Ελλάδα, η γλώσσα της, η μυθολογία της και η ιστορία της ασκούσαν ξεχωριστή γοητεία πάνω μου. Τα καλοκαίρια δούλευα σκληρά, προσπαθώντας να στηρίξω την οικογένειά μου. Η οριστική μου εγκατάσταση ήταν γεμάτη προκλήσεις: νομική αβεβαιότητα, ρατσισμός και δυσκολίες ένταξης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα περιστατικό στην αρχή. Ήμουν παράνομος, ανασφάλιστος, δεν ήξερα τη γλώσσα και μου έσπασε ένα δόντι. Η μόνη μου επιλογή ήταν να το βγάλω μόνος μου, τραβώντας το μπροστά σ' έναν καθρέφτη με μια πένσα που χρησιμοποιούσα στη δουλειά. Το στόμα μου γέμισε αίματα.

Η προσαρμογή στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν εύκολη. Όντας μετανάστης πρώτης γενιάς, αισθανόμουν ξένος —σαν να είχα συνέχεια στο στόμα μου αίμα. Ήμουν παράνομος και φοβόμουν να βγω έξω για βόλτα ή για καφέ. Αντιμετώπιζα ρατσισμό παντού, σε πολλές μορφές. Μια φορά, ένας πατέρας φοβέρισε το παιδάκι του ότι θα βάλει τον Αλβανό να το φάει άμα δεν κάτσει ήσυχο. Δεν μου επιτρεπόταν η είσοδος σε καφετέριες, κλαμπ και άλλους χώρους, ορισμένοι από τους οποίους, όταν πρωτοπήγα, είχαν μάλιστα μια ταμπέλα που έγραφε «Όχι Αλβανοί». Μας έλεγαν βρόμικους επειδή ήμασταν αλλόθρησκοι. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών είναι καλύτερες τώρα, μολονότι τα στερεότυπα εξακολουθούν να υπάρχουν. Στην Ελλάδα, η λέξη «Αλβανός» χρησιμοποιείται ακόμα και ως βρισιά. Υπήρχε ρατσισμός και εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά είναι πιο ήπιος πλέον. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Παρ' όλα αυτά, ο ρατσισμός εξακολουθεί να υφίσταται, ενισχυόμενος από τις οικονομικές δυσκολίες και την έλλειψη εκπαίδευσης.

Οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις είναι βαθιά ριζωμένες και σ' αυτές συχνά βρίσκουν εφαλτήριο ακραία πολιτικά και κοινωνικά σχήματα που αναπτύσσονται και φτάνουν μέχρι και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό είναι λυπηρό! Μολονότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί, παραμένει μια πραγματικότητα. Υπάρχει όμως ελπίδα για τις νεότερες γενιές. Τα παιδιά μας θα έχουν καλύτερες ευκαιρίες να γίνουν πλήρως αποδεκτά. Αυτό ισχύει και για την 12χρονη κόρη μου.

Σήμερα, ως εργολάβος οικοδομών, κοιτάζω πίσω με ανάμεικτα συναισθήματα. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισα στην προσαρμογή και η έλλειψη αποδοχής ήταν καθημερινότητα. Ωστόσο, μέσα από αυτές τις προκλήσεις, ανέπτυξα μια βαθύτερη κατανόηση της ζωής και της σημασίας της ένταξης.

Η Αλβανία παραμένει πάντα κομμάτι μου. Θυμάμαι ξεκάθαρα τα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ήταν μια περίοδος παράνοιας, φόβου, ανασφάλειας, και ακραίας φτώχειας. Η πτώση του καθεστώτος έφερε ανακούφιση αλλά και νέες δυσκολίες, όπως ανεργία και εγκληματικότητα. Αυτές οι εμπειρίες με διαμόρφωσαν, με έμαθαν να εκτιμώ τη σταθερότητα και την ελευθερία που έχω βρει στην Ελλάδα.

Προσωπικά, νιώθω συνδεδεμένος με την Ελλάδα. Παρόλο που η καρδιά μου βρίσκεται στο χωριό μου, στην Αλβανία, η ζωή μου είναι εδώ. Τα ελληνικά μου είναι εξίσου καλά με τη μητρική μου γλώσσα. Οι εμπειρίες μου, οι αγώνες και τα επιτεύγματά μου με κάνουν να αισθάνομαι κομμάτι αυτής της χώρας. Ελπίζω ότι με την πάροδο του χρόνου οι Έλληνες θα μας αποδεχτούν πλήρως και θα αναγνωρίσουν τη συμβολή μας στην κοινωνία.

Η μετανάστευση είναι μια δοκιμασία γεμάτη προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες, και εγώ, ως Αλβανός μετανάστης στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να την αποφύγω. Η ιστορία μου είναι μια ιστορία δυσκολιών, προσαρμογής και ελπίδας.

Στα επόμενα χρόνια βλέπω τον εαυτό μου να συνεχίζει τη ζωή του στην Ελλάδα, που είναι το σπίτι μου, και την Αλβανία ως ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ είναι πλέον η πατρίδα όλων μας.

Ο Almir Hoxhaj είναι 47 χρονών. Ζει και εργάζεται στην Τρίπολη, μια μικρή πόλη στην Πελοπόννησο. Έχει μια κόρη 12 χρονών. Αγαπημένη του πόλη είναι το Βερολίνο. Μιλάει και γράφει άπταιστα ελληνικά και έχει μεταφράσει από τα αλβανικά στα ελληνικά το βιβλίο με τίτλο «Το έπος των άστρων της Αυγής» του Αλβανού συγγραφέα Rudi Erebara. Το βιβλίο τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2017 και περιγράφει την τραγωδία του αλβανικού λαού τον 20ο αιώνα. Αν και η ιστορία εκτυλίσσεται τον προηγούμενο αιώνα, η ουσία του ολοκληρωτισμού, του φασισμού και του ανορθολογισμού παραμένει δυστυχώς επίκαιρη σήμερα, σε πιο «σύγχρονες» μορφές.