Η ΕΟΚΕ παρείχε τις συστάσεις πολιτικής της για μια νέα γενιά ιδίων πόρων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Σε νέα γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει περαιτέρω το πλαίσιο για τη φορολογία εισοδήματος (BEFIT) και προτείνει να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης πανευρωπαϊκού φόρου για τις ψηφιακές συναλλαγές, καθώς και πρόσθετης εισφοράς για τις επιχειρήσεις που εισάγουν προϊόντα από κατασκευαστές τρίτων χωρών που δεν διασφαλίζουν την κατάλληλη προστασία των εργαζομένων.

Οι πηγές εσόδων του προϋπολογισμού της ΕΕ πρέπει να εξεταστούν εκ νέου στο πλαίσιο των δημοσιονομικών πιέσεων που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη μετά την πανδημία, των συνεχιζόμενων διεθνών εντάσεων και της τρέχουσας συγκυρίας των υψηλότερων επιτοκίων. «Υποστηρίζουμε έναν ισχυρό προϋπολογισμό της ΕΕ, ο οποίος θα παρέχει στην ΕΕ τα απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα για την επίτευξη των πολιτικών φιλοδοξιών της και για τη μετάβασή της σε πιο γνήσιους ιδίους πόρους που θα μας βοηθήσουν να απομακρυνθούμε από την εστίαση σε καθαρά ισοζύγια, γεγονός που είναι επιζήμιο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», σχολίασε ο εισηγητής Philip von Brockdorff κατά την έγκριση της γνωμοδότησης στην Ολομέλεια. Η πρόταση της Επιτροπής για μια προσαρμοσμένη δέσμη ιδίων πόρων, η οποία βασίζεται στη φορολόγηση των εταιρειών και δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουνίου 2023, συμπλήρωνε τις άλλες τρεις προτάσεις σχετικά με τους νέους πόρους εσόδων που είχαν υποβληθεί το 2021, αλλά δεν έχουν ακόμη εγκριθεί από το Συμβούλιο.

Ως προϋπόθεση να προταθεί ένας ίδιος πόρος με βάση τη φορολόγηση των εταιρειών, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει το συντομότερο δυνατόν την πρωτοβουλία «Επιχειρήσεις στην Ευρώπη: Πλαίσιο για τη φορολογία εισοδήματος» (BEFIT). Η ΕΟΚΕ κρίνει επίσης σκόπιμη την εξέταση του ενδεχομένου να συμπεριληφθούν οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην πρωτοβουλία BEFIT ή να επιβληθεί παγκόσμιος φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ), όπως προτείνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πέραν τούτου, η ΕΟΚΕ ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής πρόσθετης εισφοράς σε εταιρείες της ΕΕ που εισάγουν προϊόντα από κατασκευαστές τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διασφαλίζουν την κατάλληλη προστασία των εργαζομένων. (tk)