Σε μια νέα γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι ο έλεγχος ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία χάραξης πολιτικής και θέσπισης νομοθεσίας και τάσσεται υπέρ ενός «θεματολογίου για την ανταγωνιστικότητα» της ΕΕ.

Στην έκθεση που εγκρίθηκε κατά τη σύνοδο ολομέλειας της Δεκεμβρίου, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι ο αντίκτυπος των πολιτικών και της νομοθεσίας της ΕΕ στην ανταγωνιστικότητα των ενωσιακών επιχειρήσεων χρειάζεται να αξιολογείται πολύ πιο σφαιρικά και συστηματικά απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα. 

Ο έλεγχος ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να καλύπτει τη νομοθεσία, τα δημοσιονομικά μέτρα, τις στρατηγικές, τα προγράμματα, τις διεθνείς συμφωνίες, ακόμη και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Θα πρέπει να εξετάζει τον αντίκτυπό τους στις επιχειρήσεις, την απασχόληση, τις συνθήκες εργασίας και το κόστος συμμόρφωσης, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς, με διαφορετικό μέγεθος και διαφορετικά επιχειρηματικά πρότυπα.

Το μερίδιο της Ευρώπης στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώνεται εδώ και αρκετό καιρό και ενδέχεται να συρρικνωθεί σε λιγότερο από 10 % έως το 2050. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές δεν είναι πιο ρόδινες, λόγω των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της νόσου COVID-19, του πολέμου στην Ουκρανία, της ανόδου του πληθωρισμού, της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας και της εξάρτησης από ξένες εισαγωγές βασικών εμπορευμάτων. Εάν προσθέσουμε σε αυτά και την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, προκύπτει μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις της ΕΕ.

Με ποιον τρόπο μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι η ανταγωνιστικότητα και οι επιχειρήσεις θα διαδραματίσουν πιο εξέχοντα ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ; Η ΕΟΚΕ προτείνει μία τριπλή προσέγγιση.:

Πρώτον, σε τεχνικό επίπεδο, η ΕΟΚΕ συνιστά την ενίσχυση των εκτιμήσεων επιπτώσεων που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθιστώντας τον έλεγχο ανταγωνιστικότητας υποχρεωτικό και πολύ πιο εκτεταμένο. 

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ήδη υποχρεωμένη να διενεργεί εκτιμήσεις επιπτώσεων λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση της εκάστοτε πρωτοβουλίας στην ανταγωνιστικότητα», δήλωσε ο Christian Ardhe, εισηγητής της γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ. «Ωστόσο, υπάρχει επίσης ανάγκη βελτίωσης, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή και την επιβολή».

Δεύτερον, σε πολιτικό επίπεδο, θα πρέπει να δοθεί η δέουσα βαρύτητα στην ανταγωνιστικότητα κατά τη διαμόρφωση νέων πρωτοβουλιών, οι οποίες θα πρέπει να αξιολογούνται ως προς τον τρόπο με τον οποίο βοηθούν και στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα.

Τρίτον, η ΕΟΚΕ ζητεί την κατάρτιση ειδικού θεματολογίου για την ανταγωνιστικότητα, με μακροπρόθεσμο στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ. 

«Με την παρούσα γνωμοδότηση θέλουμε πραγματικά να επανεξετάσουμε αποτελεσματικά τους τρόπους με τους οποίους παρακολουθείται η ανταγωνιστικότητα, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του συγκεκριμένου ζητήματος», δήλωσε ο Giuseppe Guerini, συνεισηγητής της γνωμοδότησης. «Σήμερα, η ανταγωνιστικότητα δεν είναι πλέον μια πτυχή που επηρεάζει μόνο μεμονωμένες επιχειρήσεις ή εταιρείες διότι στην πράξη αφορά τα οικοσυστήματα. Ως εκ τούτου, πρέπει να υιοθετήσουμε μια πιο σύνθετη προσέγγιση κατά την εξέταση του εν λόγω ζητήματος». 

Η γνωμοδότηση καταρτίστηκε κατόπιν αιτήματος της τσεχικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ. (dm)