Από τον Jaroslaw Pietras

Ο Δρ Jarosław Pietras, πρώην αναπληρωτής επικεφαλής διαπραγματευτής για την ένταξη της Πολωνίας στην ΕΕ, αναλογίζεται τον αντίκτυπο της διεύρυνσης που πραγματοποιήθηκε πριν από 20 χρόνια και τα οικονομικά και άλλα οφέλη που απέφερε όχι μόνο στην Πολωνία και στις άλλες χώρες που προσχώρησαν αλλά και στην ΕΕ στο σύνολό της. Η απόφαση για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 αποτέλεσε απόδειξη της προσήλωσης της Ένωσης στην ενότητα, την πολυμορφία και την αλληλεγγύη. Σήμερα, μπορούν ακόμη να αντληθούν πολύτιμα διδάγματα από αυτήν ενόψει τυχόν μελλοντικών προενταξιακών διαπραγματεύσεων. 

Μετά από 20 χρόνια, είναι αρκετά σαφές ότι η ένταξη στην ΕΕ των περισσότερων χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, μαζί με τη Μάλτα και την Κύπρο, όχι μόνο σηματοδότησε μια «μεγάλη διεύρυνση», αλλά αποτέλεσε ιστορικό ορόσημο για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο αντίκτυπος ήταν βαθύς, ιδίως στο οικονομικό τοπίο των νεοενταχθέντων κρατών.

Η διεύρυνση ενίσχυσε σημαντικά το βιοτικό επίπεδο στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Οι οκτώ χώρες της Κεντρικής Ευρώπης — Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Σλοβακία και Σλοβενία — σημείωσαν συνολικά αξιοσημείωτη αύξηση της ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) κατά κεφαλήν ΑΕΠ, υπερβαίνοντας όσα θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί εάν παρέμεναν εκτός ΕΕ. Οι στατιστικές αναφέρονται πάντα σε μέσους όρους σχετικά με τα απτά οφέλη που απέφερε η ένταξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ακόμη και αν τα κέρδη δεν ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένα μεταξύ των κρατών μελών, με σημαντικότερες βελτιώσεις σε ορισμένα σε σχέση με άλλα, όλες οι χώρες παρουσίασαν σημαντικές βελτιώσεις. Για παράδειγμα, η Λιθουανία και η Πολωνία αναδείχθηκαν πρωτοπόροι, αποκομίζοντας τα σημαντικότερα οφέλη από την ένταξη στην ΕΕ, ενώ η Εσθονία και η Σλοβενία σημείωσαν μικρότερη πρόοδο καθώς αντιμετώπισαν προκλήσεις, ιδίως λόγω των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.

Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση σηματοδότησε μια νέα εποχή οικονομικής ευημερίας για την Πολωνία και τους ομολόγους της στην Κεντρική Ευρώπη. Ειδικότερα, η Πολωνία ξεχωρίζει ως επιτυχημένο παράδειγμα μεταενταξιακής ανάπτυξης. Η χώρα γνώρισε πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη, με το ΑΕΠ της να διπλασιάζεται μεταξύ 2004 και 2022. Ομοίως, σε άλλα κράτη μέλη της περιοχής σημειώθηκε επίσης σημαντική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς. Η Σλοβακία και η Λιθουανία, για παράδειγμα, επέδειξαν αξιέπαινη πρόοδο, περιορίζοντας περαιτέρω το αναπτυξιακό χάσμα με τη Δυτική Ευρώπη. Τα στατιστικά στοιχεία αυτής της περιόδου σκιαγραφούν μια εικόνα ανθεκτικότητας και δυναμισμού, καθώς οι χώρες αυτές αξιοποίησαν την ένταξη στην ΕΕ για να προωθήσουν την οικονομική επέκταση και να ενισχύσουν την παγκόσμια ανταγωνιστικότητά τους. Αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα υπογραμμίζει τον μετασχηματιστικό αντίκτυπο της ένταξης στην ΕΕ στις οικονομίες όλων των νέων κρατών μελών. Και αυτό συνέβη παρά τον αντίκτυπο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ πέτυχαν υψηλότερους από τους αναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης.

Η περίοδος μετά τη διεύρυνση της ΕΕ το 2004 δεν ήταν χωρίς προκλήσεις. Για παράδειγμα, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 προκάλεσε κλυδωνισμούς σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία, δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα τόσο παλιότερων και προηγμένων όσο και των νεοενταχθέντων κρατών μελών. Παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, τα νέα μέλη της ΕΕ επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, υπερβαίνοντας τις αρχικές αναπτυξιακές προβλέψεις. Η ικανότητά τους να αντεπεξέλθουν στη λαίλαπα και να διατηρήσουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ανέδειξε την ισχύ των οικονομιών τους και τα οφέλη της ένταξης στην ΕΕ. Παρότι η κρίση δημιούργησε σημαντικές προκλήσεις, έδωσε επίσης την ευκαιρία στις χώρες αυτές να επωφεληθούν πλήρως από τη στενή σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία. Αυτό αποτέλεσε επίσης μια δοκιμασία του κατά πόσον οι νεοενταχθείσες χώρες ήταν προσηλωμένες στις ευρωπαϊκές αξίες και την αλληλεγγύη σε αντίξοους καιρούς.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγματευτικής διαδικασίας, η πολωνική κοινωνία των πολιτών αναδείχθηκε ως ισχυρή δύναμη αλλαγής και προόδου. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τα κινήματα βάσης και οι ομάδες υπεράσπισης διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην προώθηση της ολοκλήρωσης της ΕΕ και στην προάσπιση των δημοκρατικών αξιών στην Πολωνία. Οι άοκνες προσπάθειές τους για αύξηση της ευαισθητοποίησης, κινητοποίηση στήριξης και λογοδοσία των ηγετών ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την προώθηση θετικών αλλαγών. Με την ενεργό συνεργασία με τους πολίτες, την καλλιέργεια του διαλόγου και την προώθηση της διαφάνειας, η πολωνική κοινωνία των πολιτών συνέβαλε στο να διασφαλιστεί ότι η διαπραγματευτική διαδικασία θα παρέμενε συμπεριληπτική, δημοκρατική και ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του λαού. Οι συνεισφορές της όχι μόνο διευκόλυναν την ένταξη της Πολωνίας στην ΕΕ, αλλά ενίσχυσαν επίσης τα θεμέλια της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών στην εν λόγω χώρα.

Η απόφαση για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 αποτέλεσε απόδειξη της προσήλωσης της Ένωσης στην ενότητα, την πολυμορφία και την αλληλεγγύη. Υποδεχόμενη στους κόλπους της τις περισσότερες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, μαζί με τη Μάλτα και την Κύπρο, η ΕΕ διεύρυνε το οικονομικό δυναμικό, τον πολιτιστικό πλούτο και τη γεωπολιτική επιρροή της. Η ένταξη των χωρών αυτών ανέδειξε νέες προοπτικές, ταλέντα και ευκαιρίες στην Ένωση, εμπλουτίζοντας την πολυμορφία της και ενισχύοντας την παγκόσμια παρουσία της. Από γεωπολιτική άποψη, η διεύρυνση ενίσχυσε την επιρροή και τη σταθερότητα της ΕΕ, ενσωματώνοντας τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στο πλαίσιο της συνεργασίας της. Σε θεσμικό επίπεδο, διαφοροποίησε τις προοπτικές της ΕΕ και εμβαθύνει την ολοκλήρωσή της, θέτοντας τα θεμέλια για μια πιο ενωμένη και ανθεκτική ένωση.

Εξετάζοντας τις εμπειρίες από τη διεύρυνση της ΕΕ το 2004, μπορούν να αντληθούν πολύτιμα διδάγματα, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και τις προενταξιακές προετοιμασίες. Αν ξεκινούσα μια αντίστοιχη διαδικασία σήμερα, θα υποστήριζα να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις προενταξιακές συνθήκες και στους μηχανισμούς στήριξης σε όλες τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις, ιδίως στους τομείς της διακυβέρνησης και του κράτους δικαίου. Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι οι υποψήφιες χώρες πληρούν τα αναγκαία κριτήρια και πρότυπα πριν από την προσχώρησή τους στην ΕΕ για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της Ένωσης και την προάσπιση των αξιών της. Επιπλέον, η παροχή επαρκούς στήριξης και βοήθειας στις υποψήφιες χώρες κατά τη διάρκεια της διαπραγματευτικής διαδικασίας είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχή ενσωμάτωσή τους και τη μακροπρόθεσμη σταθερότητά τους εντός της ΕΕ.

Στο επίκεντρο της διαπραγματευτικής διαδικασίας για τη διεύρυνση της ΕΕ το 2004 βρισκόταν η κοινή προσήλωση στην προώθηση της σταθερότητας, της δημοκρατίας και της ευημερίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι διαπραγματεύσεις καθοδηγήθηκαν από την επιθυμία να ενισχυθούν οι δεσμοί συνεργασίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών, δεδομένου ότι τόσο οι υποψήφιες χώρες όσο και τα υφιστάμενα μέλη της ΕΕ αναγνώριζαν τα αμοιβαία οφέλη της διεύρυνσης. Παρότι οι διαπραγματεύσεις ήταν πολύπλοκες και απαιτητικές, τελικά καθοδηγήθηκαν από ένα κοινό όραμα για μια ενωμένη και ευημερούσα Ευρώπη, όπου όλα τα κράτη θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν μαζί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Καθώς οι υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες χαράσσουν τη δική τους πορεία ένταξης το 2024, υπάρχουν διάφορες βασικές παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Πρώτον, η προτεραιότητα σε μεταρρυθμίσεις που ευθυγραμμίζονται με τα πρότυπα και τις αξίες της ΕΕ είναι απαραίτητη για την επιτυχή ένταξη και τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα εντός της Ένωσης. Αυτό περιλαμβάνει την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, την προώθηση του κράτους δικαίου και τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Επιπλέον, η προορατική συνεργασία με τα υφιστάμενα μέλη της ΕΕ για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και στήριξης είναι ζωτικής σημασίας για την ομαλή μετάβαση στην Ένωση. Επιδεικνύοντας πραγματική προσήλωση στις ευρωπαϊκές αξίες και συνεργασία, οι υποψήφιες χώρες μπορούν να προετοιμάσουν το έδαφος για το δικό τους λαμπρότερο μέλλον εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Jaroslaw Pietras είναι επί του παρόντος επισκέπτης συνεργάτης στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών Wilfried Martens στις Βρυξέλλες και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης στη Μπριζ.

Εργάστηκε στο πλαίσιο της ομάδας που διαπραγματεύτηκε την προσχώρηση της Πολωνίας στην ΕΕ από το 1998, όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, έως το 2004, όταν η Πολωνία προσχώρησε στην ΕΕ. Από το 1990 έως το 2006 υπηρέτησε την πατρίδα του την Πολωνία ως Υφυπουργός Οικονομικών, ως Υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και ως επικεφαλής του Γραφείου της Επιτροπής Ένταξης στην ΕΕ. Από το 2008 έως το 2020 εργάστηκε ως γενικός διευθυντής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλύπτοντας ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής (κλιματική αλλαγή, περιβάλλον, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, εκπαίδευση, πολιτισμός, οπτικοακουστικά μέσα, νεολαία και αθλητισμός). Κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στις οικονομικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, είναι συντάκτης σειράς δημοσιεύσεων σχετικά με την ΕΕ, τη βιωσιμότητα και εμπορικά θέματα. Υπήρξε επίσης υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ομάδας προβληματισμού Bruegel (2008-2011).