Η Ευρώπη δεν δίνει την κατάλληλη προσοχή σε αυτήν την υπέρμετρη απειλή και χρονοτριβεί στην αντιμετώπισή της. Η ανάσχεση της επέλασης της ακροδεξιάς αποδεικνύεται επί του παρόντος δύσκολο εγχείρημα. Όταν ο ναζισμός και ο φασισμός ηττήθηκαν το 1945, η κοινή αντίληψη ήταν ότι τα εξτρεμιστικά κινήματα θα έχαναν την επιρροή και το πεδίο δράσης τους. Φρούδες ελπίδες. Το δημοκρατικό μοντέλο επέτρεψε στην ακροδεξιά να επιβιώσει και να ατσαλωθεί με όχημα τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση των πολιτών. Η ακροδεξιά επωφελήθηκε από ογδόντα χρόνια ανεκτικότητας και εφησυχασμού από μέρους των ευρωπαϊκών φιλελεύθερων δημοκρατιών. Προσποιήθηκε ότι ακολουθεί τους κανόνες της δημοκρατίας, αλλά ποτέ δεν παραιτήθηκε από τη φιλοδοξία της να καταστρέψει τη δημοκρατία εκ των έσω, αφής στιγμής αποκτήσει την εξουσία για να το κάνει.

Και βρίσκεται πολύ κοντά στην επιτυχία: στο πλαίσιο της επονομαζόμενης «εθνικής κυριαρχίας», η ακροδεξιά έχει αναλάβει ήδη τα ηνία της εξουσίας σε διάφορες χώρες, όπως στην Ουγγαρία του Orbán και στη Σλοβακία του Fico. Στην Πολωνία βρισκόταν στην εξουσία για οκτώ χρόνια με την κυβέρνηση του PiS (Prawo i Sprawiedliwość/Νόμος και Δικαιοσύνη) έως τις πρόσφατες εκλογές του Οκτωβρίου.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ακροδεξιά προσπαθεί επίσης να διαβρώσει τη δημοκρατία και να προκαλέσει την κατάρρευσή της. Οι εξελίξεις στις τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών τα τελευταία τριάντα χρόνια, μέσω των ψηφιακών πλατφορμών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχουν αυξήσει εντυπωσιακά την ικανότητα των νεοναζιστικών και νεοφασιστικών ομάδων να αλληλεπιδρούν καθώς και να εξασφαλίζουν προβολή και ισχύ σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ομάδες αυτές χρησιμοποιούν την ελευθερία έκφρασης των δημοκρατικών κοινωνιών για να ενισχύσουν και να επαναδιατυπώσουν τις ξενοφοβικές και ρατσιστικές ιδεολογίες τους. Συντονίζουν στρατηγικές και υπονομεύουν, σε πραγματικό χρόνο, τη δημόσια τάξη της οποίας αποτελούν μέρος. Η αλήθεια είναι ότι η δημοκρατία εξασφαλίζει στα κινήματα που προσπαθούν να την καταστρέψουν αντικειμενικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη και την κοινωνική τους διείσδυση, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής χρηματοδότησης.

Η ακροδεξιά έχει βρει γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί στην Ευρώπη, δεδομένου ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός ριγκανικής έμπνευσης επέφεραν ανάσχεση της προόδου και της κοινωνικής ευημερίας για τη μεσαία τάξη, η οποία αποτελεί σύμβολο για την οικοδόμηση της Ευρώπης και την επιτυχία της. Ο νεοφιλελευθερισμός απορρύθμισε και παρεμπόδισε την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ελάττωσε το πραγματικό, προερχόμενο από την εργασία εισόδημα υπέρ του κεφαλαίου, μείωσε την κοινωνική στήριξη και τις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ επίσης άφησε τον στεγαστικό τομέα στα νύχια των κερδοσκόπων. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιδίδονται σε έναν δυσοίωνο ανταγωνισμό μεταξύ τους για την πώληση χρυσής βίζας σε κλεπτοκράτες και ολιγάρχες κάθε προέλευσης. Η κρίση της αγοράς και ο αθέμιτος φορολογικός ανταγωνισμός, που καθιστά άδικο τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, η ανεπαρκής στήριξη από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και η ανεπαρκής προστασία της απασχόλησης και της αγοραστικής δύναμης, έχουν εκτοξεύσει σε δυσθεώρητα ύψη τη δυσαρέσκεια στην Ευρώπη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Πρόκειται για ένα τραγικό πολιτικό σφάλμα που ευθύνεται για τις διαδοχικές μειώσεις της συμμετοχής των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές και για την άνοδο της ακροδεξιάς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η αναζωπύρωση της ναζιστικής και της φασιστικής ιδεολογίας είναι το αποτέλεσμα του μοντέλου λιτότητας που χρησιμοποιήθηκε στην Ευρώπη, ενός μοντέλου που προστάτευσε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά απέτυχε στην οικονομική και τη φορολογική δικαιοσύνη και δεν ανταποκρίθηκε στα προβλήματα, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες των πολιτών. Ενός μοντέλου που οδήγησε στην αναβίωση της προπαγάνδας του παρελθόντος, η οποία βασίζεται στις ιδεολογίες της υπεροχής και της ταυτότητας, καραδοκεί στα παρασκήνια και περιμένει την ευκαιρία να δει το πολιτισμικό επίπεδο της ανθρωπότητας να οπισθοχωρεί. Αυτή η αναζωπύρωση του πολιτιστικού και θρησκευτικού μίσους είναι παρούσα σήμερα στη ζωή μας, στις οθόνες μας, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην παραπληροφόρηση που διαχέεται κάθε λεπτό. Η διέγερση του φόβου και της ανασφάλειας στους πολίτες, η επίκληση του εξισλαμισμού, του τέλους της λευκής υπεροχής ή της ιουδαιοχριστιανικής ταυτότητας και η δαιμονοποίηση της κοινότητας των Ρομά ως εξαρτώμενης από επιδόματα αποτελούν στρατηγικές που έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά για την άνοδο αυταρχικών δικτατόρων ή ηγετών.

Σήμερα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τούς επιτρέπουν να επισημαίνουν τον «κίνδυνο της μετανάστευσης» σε μια γηράσκουσα Ευρώπη η οποία έχει απόλυτη ανάγκη να εισαγάγει μέρος του εργατικού δυναμικού της προκειμένου να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί οικονομικά. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των προσφύγων και των μεταναστών που εισέρχονται σήμερα στην ΕΕ είναι χαμηλός· για την ακρίβεια, είναι χαμηλότερος από τις ανάγκες του ευρωπαϊκού πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, η ξενοφοβική και ρατσιστική ρητορική συνεχίζεται σε μια Ευρώπη που εξακολουθεί να στερείται ασφαλούς και αποτελεσματικού νομικού πλαισίου για την υποδοχή και την ένταξη των μεταναστών, αντί να συνεχίζει να τροφοδοτεί τη μαφία της εμπορίας ανθρώπων. Οι μετανάστες εργαζόμενοι ήταν απαραίτητοι για την ανασυγκρότηση της μεταπολεμικής Ευρώπης και για την οικοδόμηση της ΕΕ. Η συμβολή των μεταναστών θα παραμείνει καίρια για την πρόοδο της Ευρώπης τις επόμενες δεκαετίες. Η ακροδεξιά το γνωρίζει: πολλοί από τους χρηματοδότες της χρησιμοποιούν μετανάστες στις βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις τους.

Ωστόσο, θα συνεχίσει να παίζει τα παιχνίδια της, δημιουργώντας φόβους και χειραγωγώντας συνειδήσεις, με φόντο τον εφησυχασμό των αδύναμων και ασταθών ηγετών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά το στρατηγικό όραμα, τις αξίες και τις αρχές μας. Οι δημοκράτες και οι Ευρωπαίοι δεν έχουμε παρά έναν μόνο τρόπο αντίδρασης: να αγωνιστούμε για τις αξίες μας. Για τη δημοκρατία, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και την ειρήνη στην Ευρώπη.