Μέχρι σήμερα, εξακολουθώ να θυμάμαι έντονα την Παρασκευή 13 Μαρτίου, την ημέρα που διακόπηκε η δημόσια ζωή. Στους δρόμους του Λιντς υπήρχε ασυνήθιστη ένταση. Η ατμόσφαιρα ήταν περίεργη· λίγο αργότερα επιβλήθηκαν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας.

Η όλη κατάσταση ήταν εξωπραγματική. Είχαμε την εντύπωση ότι θα μείνουμε πολύ καιρό στο σπίτι και ξεκινήσαμε με γενική καθαριότητα. Από τη μία πλευρά, τα πάντα μάς φαίνονταν απειλητικά και αποφεύγαμε τον δημόσιο χώρο· από την άλλη, υπήρχε έντονη ζωή στον εικονικό χώρο, και ανταλλάσσαμε χιουμοριστικές αναρτήσεις, πιθανώς για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα την κατάσταση. Οι μακρές τηλεφωνικές συνομιλίες με την οικογένεια και τους φίλους αφορούσαν κυρίως ένα θέμα: τον κορονοϊό. Για μένα, η βόλτες με τον σκύλο ήταν απαραίτητες, διαφορετικά ένιωθα ότι ασφυκτιούσα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Ο καλός καιρός προσέλκυσε επίσης πολλούς άλλους στους εξωτερικούς χώρους και, για να κρατήσω τις αποστάσεις, εξερεύνησα νέες, πιο απομακρυσμένες διαδρομές. Ο ήχος των τραμ, τον οποίον πριν κάλυπτε ο θόρυβος από την γενικότερη κυκλοφορία, ήταν πλέον διακριτός όπως και η ροή του ήρεμου Δούναβη.

Η τηλεργασία μού θύμισε τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν μελετούσα στο σπίτι. Το νέο στοιχείο, ωστόσο, ήταν η κυριαρχία του ψηφιακού κόσμου. Σταδιακά, η ατζέντα μου γέμισε με διαδικτυακές συνεδριάσεις, διαδικτυακές εκδηλώσεις και τηλεφωνικά ραντεβού. Τα ήδη πολυάριθμα ηλεκτρονικά μηνύματα έγιναν ακόμη περισσότερα, ενώ οι διάφορες εφαρμογές εικονοδιασκέψεων «στοιβάζονταν» στον υπολογιστή μου. Οι επαγγελματικές μου επαφές με άτομα που ζούσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ήταν το ίδιο έντονες όσο εκείνες με γείτονες από διπλανούς δρόμους.

Στα τέλη Μαΐου, ξεκίνησε η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων στην Αυστρία, με κάποιες δυσκολίες. Συχνά, δεν ήταν σαφές τι επιτρεπόταν και τι απαγορευόταν. Αρχικά, έπρεπε να προσαρμοστούμε στην επιστροφή στην κοινωνική ζωή κυρίως επειδή οι συνθήκες ήταν πλέον πολύ διαφορετικές απ’ό,τι πριν, με κύρια χαρακτηριστικά τα απολυμαντικά, τους κανόνες φυσικής αποστασιοποίησης, τις μάσκες, τις προσωπίδες κ.λπ. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα, ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής διότι μπορούσα πλέον να έχω «πραγματική» επαφή με τους ανθρώπους.